- κυτταρολογικός
- η , ό[ν] биол цитологический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κυτταρολογικός — ή, ό [κυτταρολογία] σχετικός με την κυτταρολογία … Dictionary of Greek
κυτταρολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυτταρολογία: Έκανε κυτταρολογικές έρευνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)